- ἀρτιεπής
- ἀρτῐεπής1 clear speaking,
ἀντεφθέγξατο δ' ἀρτιεπὴς πατρία ὄσσα O. 6.61
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι I. 5.46
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀντεφθέγξατο δ' ἀρτιεπὴς πατρία ὄσσα O. 6.61
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι I. 5.46
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αρτιεπής — ἀρτιεπής, ές (Α) 1. αυτός που έχει ευχέρεια στον λόγο 2. αυτός που απαντά πρόθυμα, αμέσως 3. ο σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + επής < έπος (πρβλ. ηδυεπής, καλλιεπής)] … Dictionary of Greek
ἀρτιεπής — ready of speech masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιεπῆ — ἀρτιεπής ready of speech neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρτιεπής ready of speech masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρτιεπής ready of speech masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιεπέα — ἀρτιεπής ready of speech neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀρτιεπής ready of speech masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek
αρτιέπεια — ἀρτιέπεια, η (Α) [αρτιεπής] η ακριβολογία … Dictionary of Greek
επίκλοπος — ἐπίκλοπος, ον (AM) [επικλέπτω] 1. δόλιος, πανούργος, κατεργάρης («ὑπεροπῆά τ’ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον», Ομ. Οδ.) 2. πονηρός, απατηλός σε κάτι («ἀλλά τις ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύθων», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που χειρίζεται κάτι με επιδεξιότητα (α.… … Dictionary of Greek
μεταλλώ — μεταλλῶ, άω (Α) 1. ερευνώ επιμελώς, ζητώ λεπτομερείς πληροφορίες, αναζητώ ή εξετάζω με προσοχή («ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) εξετάζω, ρωτώ, ανακρίνω κάποιον 3. προσαγορεύω («ἀντεφθέγξατο δ ἀρτιεπὴς… … Dictionary of Greek
ἀρτιέπειαι — ἀρτιέπεια fem nom/voc pl ἀρτιεπής ready of speech fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)